ισόνομος

ισόνομος
-η, -ο (Α ἰσόνομος, -ον)
1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.)
2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία
αρχ.
φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» — χαλκός στο άρτιο, αντίθ. τού «χαλκὸς οὗ διαλλαγή», χαλκός με έκπτωση έπειτα από συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -νομος (< νόμος), πρβλ. αρχαιό-νομος, φιλό-νομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσόνομος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόνομος — where all have equal rights masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόνομος — η, ο αυτός που παρέχει ή απολαμβάνει ισονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσόνομον — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem acc sg ἰσόνομος where all have equal rights neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμου — Ἰσόνομος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμου — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμους — Ἰσόνομος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμους — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμων — Ἰσόνομος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμων — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”